Ερευνητικό

Ερευνητικό
Ίνστιτούτρ научно-исследовательский институт;

Ερευνητικόό σύγγραμμα — а) научный труд; — б) учебник для вузов;

Ερευνητικόή ερευνά — научное исследование, научно-исследовательская работа;

Ερευνητικό σύλλογος — научное общество;

Ερευνητικό βαθμός (τίτλος) — учёная степень (звание)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Ερευνητικό" в других словарях:

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Έντελμαν, Τζέραλντ Μόρις — (Gerald Maurice Edelman, Νέα Υόρκη 1929 –). Αμερικανός γιατρός. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και απέκτησε τον διδακτορικό του τίτλο στο πανεπιστήμιο Ροκφέλερ, όπου διορίστηκε καθηγητής. Είναι μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας… …   Dictionary of Greek

  • Μίρλες, Τζέιμς — (James Mirrless, Νιούτον Στιούαρτ 1936 –). Σκοτσέζος οικονομολόγος. Αποφοίτησε από τη σχολή μαθηματικών του πανεπιστημίου του Εδιμβούργου και συνέχισε για διδακτορικό τίτλο στα οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Η έρευνά του επικεντρώθηκε …   Dictionary of Greek

  • Open University of Greece — The Open University of Greece (Hellenic Open University HOU) is a multi school university run by the Greek State. The institution, which is based in Patras, is unique in the Greek context in that it exclusively provides distance education at both …   Wikipedia

  • Research Academic Computer Technology Institute — The Research Academic Computer Technology Institute RACTI ( el. Ερευνητικό Ακαδημαϊκό Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών) is a research institute in Greece under supervision of the Hellenic Ministry of Education. RACTI is also known as Computer… …   Wikipedia

  • Hellenic Open University — Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Established 1992 Type Public …   Wikipedia

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… …   Dictionary of Greek

  • ερευνητικός — ή, ό (Μ ἐρευνητικός, ή, όν) [ερευνώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έρευνα 2. ο ικανός, ο κατάλληλος για έρευνα, αυτός που έχει κλίση ή διάθεση να ερευνά, ο εξεταστικός, ο μελετητικός (α. «ερευνητική διάθεση» β. «ερευνητικός επιστήμονας» γ …   Dictionary of Greek

  • μεταβατικός — ή, ό (Α μεταβατικός, ή, όν) [μεταβαίνω] 1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να μετακινείται από έναν τόπο σε άλλο, να αλλάζει τόπο διαμονής, περιοδεύων, αποδημητικός (α. «μεταβατικό απόσπασμα» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ ἑτέρου εἰς ἕτερον»,… …   Dictionary of Greek

  • παπταίνω — Α 1. στρέφω ολόγυρα τα βλέμματα μου, κοιτάζω γύρω μου με οξύ και ερευνητικό βλέμμα («πάντοτε παπταίνων, ὥς τ αἰετός», Ομ. Ιλ.) 2. προσέχω, έχω τον νου μου («σὺ δὲ πάπταινε καὶ φρόντιζε», Αισχύλ.) 3. αναζητώ κάποιον ή κάτι παρατηρώντας γύρω μου… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»